-
1 ἐπ-εις-πηδάω
ἐπ-εις-πηδάω, noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.
-
2 ἐμ-πίπτω
ἐμ-πίπτω (s. πίπτω), hinein-, darauffallen; τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4, 508; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe, wie ὕλῃ Il. 11, 155; στέγῃ, ins Haus, Soph. O. R. 1262; ὁ πύργος ἐμπέσοι γέ σοι Ar. Plut. 180; εἰς ἀλλήλας Nubb. 378; εἰς τὸ πῦρ Plat. Tim. 79 e; εἰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν Plat. Theaet. 174 c; so oft übertr., in Etwas gerathen, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermuthet; εἰς ἄτας Soph. Tr. 1243; ἐς άνάγκης ζεύγματα Eur. I. A. 443; εἰς φαῦλον σκέμμα Plat. Rep. IV, 435 c; εἰς ϑαυμαστὸν λόγον Legg. X, 888 d; εἰς φλυαρίαν Parm. 130 d; εἰς δικαστήριον Rep. VIII, 553 b; εἰς δίνην, λαβύρινϑον, in einen Strudel gerathen, Crat. 439 c Euthyd. 291 b; εἰς ἔριν, in Streit ge »rathen, Eur. I. A. 377. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit gerathen sein, Plat. Euthyd. 292 c; ἐν τοιούτῳ χωρίῳ (auch hier das perf.) Xen. Hell. 4, 5, 5; ἐπὶ συμφορήν Her. 7, 88; εἰς ἔρωτα Antiphan. Ath. II, 38 b; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu Etwas verfallen, Luc.; εἰς ἐλπίδα Philem. inc. 69. – Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte, Ar. Lys. 858, wie Plat. Legg. VII, 799 d; Plut. Anton. 28. – Von Krankheiten, befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε Thuc. 2, 48; νόσημα εἰς τὴν Ἑλλάδα Dem. 19, 259; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen, Antiph. 1, 20; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Plat. Legg. IV, 709 a; ähnl. ὕπνος ἐμπίπτει Tim. 45 e. Uebertr. auf Affecte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε ϑυμῷ Il. 9, 436, Zorn ergriff sein Gentüth; δέος 17, 625; ἔρως στρατῷ Aesch. Ag. 332; φόβος, ταραγμός, Eur. Hipp. 1218 Hec. 857; φόβος εἰς τὸν νοῠν Philem. Stob. fl. 99, 5; vgl. Thuc. 2, 91. 4, 34; οἶκτος ἐμοὶ ἐμπέπτωκε Soph. Phil. 953; ζῆλος O. C. 946; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid. Ath. VI, 230 a; ἀσέβειαι Plat. Legg. X, 890 a; ἔρως φιλοσοφίας Rep. VI, 499 c; – ἃ εἰς τὴν αἴσϑησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt, Plat. Rep. VII, 524 d; – εἰς δεσμωτήριον Din. 2, 9 Dem. 25, 60 u. A., ins Gefängniß geworfen werden; εἰς ζητρεῖον ἐμπεσών Eupol. bei E. M. 411, 35; – einfallen, einstürmen; ὑσμίνῃ Il. 11, 297; προμάχοισιν Od. 24, 526; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme, Hes. O. 509; τοῖς πολεμίοις Xen. u. A.; ohne Casus, blindlings hineinstürmen, Her. 3, 81; εἴς τινα, über Einen herfallen, Luc. u. a. Sp. – Bei Sp. oft vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes, Paus. 7, 8, 3. Vgl. ἐμπίτνω.
-
3 εμπιπτω
(fut. ἐμπεσοῦμαι, aor. 2 ἐνέπεσον, pf. ἐμπέπτωκα)1) (на или во что-л.) падать(πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, но ἐν ὕλῃ Hom.; εἰς τάφρους Xen.; εἰς τὰ κάτω τῆς γῆς Arst.)
2) попасть, очутиться(εἰς ἀνάγκης ζεύγματα Eur.; ἐν χωρίῳ τινί Xen.)
εἰς ἀπορίαν и ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι Plat. — оказаться в затруднительном положении;ἐπὴ συμφορέν ἐμπεσεῖν Her. — стать жертвой несчастного случая;ἐμπεσεῖν εἰς ἔριν Eur. — поссориться;πρὸς ἔρωτά τινος ἐμπεσεῖν Luc. — полюбить кого(что)-л.;εἰς δικαστήριον ἐμπεσεῖν Plat. — оказаться под судом;ἐπ΄ ἀρρωστίαν ἐ. Arst. — впасть в угнетенное состояние:εἰς τὸ ἀρχεῖον ἐ. Arst. — прийти к власти;ἐμπεσεῖν πρός τι (sc. εἰς τὸ δεσμωτήριον) Dem. — попасть за что-л. в тюрьму;εἰς ἐλπίδας κενὰς ἐμπεσεῖν Plut. — поддаться ложным надеждам;εἰς ὑποψίαν ἐμπεσεῖν Plut. — подпасть под подозрение;ἃ εἰς τέν αἴσθησιν ἐμπίπτει Plat. — то, что воспринимается чувствами;λόγος ὃς ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί Soph. — весть, которая только что дошла до меня;τοῖς Ἀθηναίοις ἐνέπεσέ τι γέλωτος Thuc. — афинянам стало немного смешно3) врываться, вторгаться(στέγῃ Soph., εἰς τέν θύραν Arph.; τάχιστα ἐμπεσεῖν Aesch.)
4) натыкаться, встречатьсяτὰ πλειστάκις ἐμπίπτοντα τῶν προβλημάτων Arst. — наиболее часто встречающиеся вопросы5) нападать, обрушиваться(τοῖς πολεμίοις Xen.; μεγάλῳ κτύπῳ καὴ κλύδωνι Plut.; εἴς τινα Luc.)
ἐμπεσὼν χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Her. — стремительный, как бурная река;ἐν δ΄ ἔπεσ΄ ὑσμίνῃ Hom. — он ринулся в бой6) нападать, охватывать, овладевать(χόλος ἔμπεσε θυμῷ Hom.; ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι Eur.)
ἐμοὴ οἶκτος ἐμπέπτωκε τοῦδ΄ ἀνδρός Soph. — меня охватила жалость к этому человеку;ὕπνος ἐμπίπτει Plat. — наступает сон;ἀθυμίας δεινῆς πρὸς τὸν οἰωνὸν ἐμπεσούσης Plut. — так как (их) объял страх перед знамением7) поражать, постигать(κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ Hom.; ἐς τέν πόλιν ἐνέπεσε ἥ νόσος Thuc.; νόσημα ἐμπίπτει εἰς τοὺς ἰχθῦς Arst.; λοιμὸς ἐμπίπτει Plut.)
8) ( о речи) заходить, касатьсяἐμπεπτωκότος λόγου περὴ νόμων Plat. — раз речь зашла о законах;
λόγου τινὸς ἐμπεσόντος Plut. — если завяжется какая-л. беседа;ἐμπεσὼν εἰς τὰ πεπραγμένα τοῖς προγόνοις ὑμῶν Dem. — поскольку я завел речь о деяниях ваших предков -
4 συγχώννυμι
συγχώννῡμι and [suff] συγ-ύω, in earlier writers [tense] pres. inf. [full] συγχοῦν Hdt. 4.120, X.HG3.1.18:—[tense] pf. [voice] Pass.A- κέχωσμαι Hdt.8.144
:—heap with earth, cover with a mound, bank up, [ τὴν σορόν] Id.1.68; σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, fill them up with earth, Id.4.120, 140, cf. X.HG3.1.18, etc.; also of persons, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους bury them, D.S.19.107, cf. Plu.Alex.77.II demolish,τὸ ἔρυμα Hdt.7.225
; [ τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα] Id.9.13;τὴν ὁδόν Id.8.71
:—[voice] Pass., οἰκήματα συγκεχωσμένα ib. 144; (Cyzicus, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχώννυμι
-
5 πλάγιος
A placed sideways, athwart,τριήρεις Th.7.59
, etc.; π. φορά oblique motion, Pl.Ti. 39a ; opp. ἀντία (direct), ib. 43e ; πλάγιον θεῖναί τι, opp. ὀρθόν, X.Oec.19.9 ; l.c.; μαστοὶ π. pointing sideways, Arist.PA 688a35 : Geom., π. διάμετρος transverse diameter, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.5 ; π. πλευρά ib.1.14; τὰ π., of the regions round the celestial poles, as being transverse to the diurnal rotation, Arist.Cael. 285b12 ; horizontal,μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα π. εὖ προσδῆσαι Hp.Art.7
;πλάγι' ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον Philem.3
; of window bars, opp. ἀντία, PCair.Zen.663.8 (iii B. C.); so ξύλον κρεμάσαι π. Paul.Aeg.6.99 ; π. Σελήνη, opp. ὀρθή, Cat.Cod.Astr.8(3).174; πλαγία φάλαγξ an army in march with extended front, transverse to the direction of march, Ascl.Tact.10.1, 11.1; also of ships,π. παραβάλλουσαι ἀλλήλαις Plb.1.22.9
;παρεδίδου π. [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.14
;π. ὥσπερ πνεύματι παραδιδοὺς ἑαυτόν Id.2.28d
.2 πλάγια, τά, sides, flanks,τῆς Σκυθικῆς Hdt.4.49
; τὸ π., of the body, Arist.PA 657b21, IA 713b31.b esp. in military sense, τοῖς π. ἐπιέναι attack the flanks, Th.4.32 ; εἰς τὰ π. παραγαγεῖν, παραπέμψαι, to make an army file off right and left, X.An.3.4.14, 6.3.15 ; π. λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Id.Cyr.7.1.26, etc.;π. παραπορεύεσθαι Plb.6.40.7
.3 of ground, sloping, Gp.2.46.2.4 freq. with Preps. in adv. sense, εἰς τὸ π. sideways, [ῥὶς] ἐς τὸ π. κατάγνυται Hp.Art. 38
;δρέπανα εἰς π. ἀποτεταμένα X.An.1.8.10
;ἐς τὰ π. παραπλέοντες Th.7.40
; opp. εἰς τὸ ἀντίον, X.Eq.12.12 ; εἰς πλάγια, opp. καταντικρύ, Pl.Tht. 194b ; ἐκ πλαγίου, opp. καταντικρύ, Id.R. 598a ; ἐκ πλαγίου in flank, esp. in military sense, Th.4.33, 7.6, X.HG6.5.26 ; ἐκ τῶν π. Arist.Mete. 377b29; ἐκ π. Id.Pr. 912b28;ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς LXX Nu.3.29
;ἐκ πλαγίας Arist.Mete. 372a11
; ἐν τῷ π. ib. 378a3 ; ἐπὶ τὸ π. Id.IA 712b17; πρόσθεν ἢ κατὰ <τὰ> πλάγια in front or in flank, X. Cyr.5.2.1: regul.Adv. - ίως rare, Aen.Tact.32.2 (cj.), Arist.Mech. 850b37, Luc.Symp.47 : neut. πλάγιον as Adv., Inscr.Prien.363.13 (iv B. C.), al.II metaph., crooked, treacherous,φρένες Pi.I.3.5
;σὺν πλαγίῳ κόρῳ στείχοντα Id.N.1.64
;πλάγια φρονεῖν E.IA 332
;πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Plb.4.8.11
; π. ἐν τῷ πολέμῳ wavering, Id.30.1.6, etc.; προβλήματα π. involving arrière-pensée, Hermog.Inv.4.13. Adv. - ίως, χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς Plu.2.856c
; but simply, indirectly, by implication, Ph.2.173 ; with an innuendo, Plu.2.205b.III Gramm., πτῶσις πλαγία oblique case, Stoic.2.60: freq. in pl., D.H.Comp.6, A.D.Pron. 23.1,al., S.E.M.1.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάγιος
-
6 ὑπερβαίνω
A- βήσομαι Heraclit.94
: [tense] aor. 2 ὑπερέβην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ὑπέρβᾰσαν Il.12.469
:—step over, mount, scale, c. acc.,τεῖχος Il.
l. c.;οὐδόν Od.8.80
; , Th.3.20;γεῖσα τειχέων E.Ph. 1180
; ; ὑ. τοὺς οὔρους cross the boundaries, Hdt.6.108; τὰ ὄρεα, Αἷμον, Id.4.25, Th.2.96; δόμους step over the threshold of the house, E.Med. 382 codd.; (troch., s. v. l.);ὑ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας D.22.53
; ὑ. τὴν οἰκίαν τινός, of burglars, PTeb.796.2 (ii B. C.); but more usu. ὑ. εἰς τὴν οἰκίαν ib. 793vi21 (ii B. C.), cf. BGU 1007.10 (iii B. C.), PSI4.396.4 (iii B. C.) (the usage c. gen. is more than dub.; in Hdt.3.54 the best codd. have ἐπέβησαν; in E.Supp. 1049 Kirchhoff restored ὑπεκβᾶσ'; in Ion 220 Herm. supplied βᾱλόν): abs.,ὑ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων X.HG5.4.59
;τῶν [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑ. Pl.R. 587c
; of rivers, overflow, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, Hdt.2.13,14; εἰ ἐθελήσει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς ταύτῃ ib.99.2 overstep, transgress,μέτρα Heraclit.
l. c.;οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν Pi.Fr.1.5
;νόμους τοὺς Περσέων Hdt.3.83
, cf. S.Ant. 449, al.;τοὺς ὅρκους D.11.2
;τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Pl.R. 373d
;τῆς εἱμαρμένης ὅρον IG12(7).53.32
(Amorgos, iii A. D.); τἀληθές exceed the truth, Phld.Po.5.24: abs., transgress, trespass, sin, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ ([dialect] Ep. [tense] aor. subj.)καὶ ἁμάρτῃ Il.9.501
;ὑ. καὶ ἁμαρτάνοντες Pl.R. 366a
, cf. 1 Ep.Thess.4.6.3 pass or go beyond,τοὺς προσεχέας Hdt.3.89
; leave out, omit, Pl.R. 528d, al., Epicur.Ep.3p.63U., Gal.15.592, etc.;ὑ. τι τῷ λόγῳ D.4.38
;ὑ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν Id.60.31
; pass over, i. e. leave unmolested, the next heir, Is. 3.57; ὑ. τῆς οὐσίας omit part of it, Arist.APo. 91b27.5 of Time, pass by, elapse,ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων Sor.2.41
.II go beyond, ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα [ ἔτη] after passing the age of seventy, Pl.Lg. 755b; ὑ. τοῦτο go beyond this, in their demands, Plb.2.15.6; transcend,τὸν νοῦν Plot.6.7.39
: abs., dies ὑπερβαίνοντες supernumerary days in the calendar, Macr.Sat.1.13.10.2 surpass, outdo,πάσῃ παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑ. ἀρετῇ Pl.Ti. 24d
;ὑ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ Id.R. 478c
: abs., dub. l. in Thgn. 1015.IV in [tense] pf., to be higher than,δύο [ἐσχάρας] ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν Paul.Aeg.6.44
.B Causal in [tense] aor. 1, put over, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, as a direction to one mounting a horse, X.Eq.7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερβαίνω
-
7 χωρεω
1) отходить, отступать, уходить Hom., Trag., Thuc.χ. τινος и ἀπό τινος Hom. и ἔκ τινος Aesch. — отступать от чего-л.;
ἀπὸ ὑσμίνης χωρῆσαι Hom. — выйти из боя;χ. ἔξω δωμάτων Aesch. — уходить из храма2) идти, продвигаться, направляться(ἐπί τινα и ἐπί τι Pind., Xen., πρός τινα и πρός τι Soph., Eur., Thuc., παρά и ὥς τινα Luc.)
χ. ἐς δαῖτα Eur. — отправляться на пир;χ. εἰς (τὰ) ὅπλα Eur., Plut. — браться за оружие;χ. κύκλον Arph. — водить хоровод;Κεκροπίαν χθόνα χ. Eur. — отправляться в Кекропов край, т.е. в Аттику;χ. κατὰ τέν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτόν Xen. — направиться по проезжей дороге на Пирей;χ. πρός τινα Eur. — устремляться на кого-л.;χ. πρὸς ἔργον Eur. — приступать к делу, но ἀγὼν χωρεῖ πρὸς ἔργον Arph. начинается борьба;διὰ φόνου χ. Eur. — убивать друг друга;ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει Xen. — вода проникла во рвы;ποταμῶν παγαὴ χωροῦσι Eur. — реки текут;νὺξ ἐχώρει Aesch. — ночь уходила;οἱ τόκοι χωροῦσιν Arph. — проценты идут, т.е. все нарастают;ἐνθεῦτεν μὲν ἥ φάτις αὕτη κεχώρηκε Her. — отсюда-то и пошел этот слух;διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκώς Plut. — получивший всеобщую известность3) принимать (тот или иной) оборот, удаваться(χωρεῖ τὸ πρᾶγμα Arph.)
οὐ χωρεῖ τοὔργον Arph. — дело не двигается;χωρήσαντος Her. — когда ему (это) удалось;παρὰ σμικρὰ κεχωρηκέναι Her. — окончиться пустяками, оказаться безрезультатным4) содержать (в себе), вмещать(ἀμφορέας ἑξακοσίους Her.; δύο χοίνικας Xen.; δύο μεδίμνους Luc.; οὐκ ἐχώρησε ξυνελθόντας ἥ πόλις Thuc.)
ὅταν μηκέτι χωρῇ ταῖς μελίτταις impers. Arst. — когда пчелам не хватает уже места5) перен. вмещать, постигать, понимать(φρόνημά τινος Plut.)
ὅ δυνάμενος χ. χωρείτω NT. — могущий вместить да вместит -
8 επεισπηδαω
1) (вслед за кем-л.) соскакивать, спрыгивать(εἰς τὰς τάφρους Xen.)
2) устремляться, врываться Arph., Dem. -
9 υπερβαινω
(fut. ὑπερβήσομαι, aor. 2 ὑπερέβην - эп. ὑπέρβην, 3 л. pl. ὑπέρβᾰσαν)1) переходить, переступать, пересекать(τοὺς οὔρους Her.; τάφρους Eur.)
ὑ. οὐδόν Hom. и ὑ. δόμους Eur. — переступать порог дома;2) вступать, проникать(εἰς τέν τῶν Θηβαίων, sc. χῶραν Xen.)
ὑ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας Dem. — проникнуть через крышу к соседям3) выходить из берегов, разливаться(ἐς τὰς ἀρούρας Her.)
εἰ ἐθελήσει ῥήξας ὑπερβῆναι ὅ ποταμός Her. — если бы река, прорвавшись, разлилась4) выходить за пределы, не соблюдать меруμή νυν ὑπέρβαινε Eur. — так не нарушай же меры, т.е. владей собой
5) переступать, нарушать(νόμους Her., Soph.; ὅρκους Dem.; συνθήκας Polyb.)
ὑπερβαίνων καὴ ἁμαρτάνων Plat. — совершая преступления и ошибки6) обходить молчанием(τινά Her.; τι Dem.)
ὑπερβεβηκέναι τῆς οὐσίας Arst. — обойти вопрос о сущности7) превосходить, превышать(τινὰ ἀρετῇ Plat.)
ὑ. τοῦτο (sc. ἡμιασσάριον) Polyb. — брать дороже этой цены в пол-асса;πλέον ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα (sc. ἔτη) Plat. — перешедший возраст семидесяти лет8) переносить, перебрасыватьὑπερβῆναι ἐπὴ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τέν κνήμην Xen. — (при посадке на лошадь) перебросить шенкель на правую сторону
-
10 σταθμάω
σταθμ-άω, [dialect] Ion. [suff] σταθμ-έω Hdt.2.150 ([voice] Med.), Hp.Nat.Puer.30 ([voice] Pass.): —A measure by rule ([etym.] στάθμη) , πλέθρου σταθμήσας μῆκος εἰς εὐγωνίαν (sc. τὴν σκηνήν) E. Ion 1137; σ. τὸ ὕδωρ measure or weigh it, Ath.2.43b; certify as containing full measure, PTeb.5.86 (ii B.C.):—[voice] Pass., to be measured or weighed,σταθμεόμενα Hp.
l.c., cf. LXX3 Ki.6.23: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense,ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται Ar.Ra. 797
: [tense] pf. [voice] Pass., .II more freq. in [voice] Med. [full] σταθμάομαι, [dialect] Ion. σταθμόομαι (q.v.), measure,σταθμᾶτο.. ἄλσος πατρί Pi.O.10(11).45
; τὰς τράφας (i.e. τάφρους)ὀρύξει.. ὅπου ἂν σταθμήσωνται οἱ νεωποῖαι SIG963.28
(Amorgos, iv B.C.); calculate, estimate distance or size, without actual measurement, Hdt.2.150;σ. ὅκως ἐξελεύσεται.. Id.9.37
; μετρεῖν ἢ ς. Pl.Lg. 643c;σταθμήσασθαι τοὺς ἀστερίσκους Call.Iamb.1.119
.2 metaph., measure, estimate, τινι by some criterion,σ. ταῖς χάρισι Pl.Grg. 465d
; [ ταύτῃ τῇ στάθμῃ] Luc.Hist.Conscr.63: abs., conjecture, S.OT 1111.3 attach weight to a thing, take it into account,τούτων τι σ. ὧν ὅδε λέγει Pl.Ly. 205a
;εἴ τι δεῖ σταθμᾶσθαι τοῦτο Thphr. HP9.4.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθμάω
-
11 χόω
Aχοῦσι Hdt.4.71
; inf.χοῦν Id.2.137
; part.χῶν Id.1.162
: [tense] impf.ἔχουν Th.2.75
, etc.: later [full] χώννυμι, [suff] χορῳδ-ύω (qq. v.): [tense] fut.χώσω S.Ant.81
, etc.: [tense] aor.ἔχωσα Hdt.2.140
, PTeb.799.16 (ii B. C.), etc. (Cret.[ per.] 3pl. ([place name] Istron)): [tense] pf. κέχωκα ([etym.] ἀνα-) D.55.28:—[voice] Med., [tense] aor.ἐχωσάμην Luc.DDeor. 14.2
, Philostr.VA4.10:—[voice] Pass., [tense] fut.χωσθήσομαι E.IA 1442
, ([etym.] ἐγ-) Plb.4.40.4: [tense] aor. ἐχώσθην (v. infr.); also ἐχώθην ([etym.] συν-) IG4.823.30 (Troezen, iv B. C.): [tense] pf.κέχωσμαι Pl.Com.183
, Th.2.102, ([etym.] ἐκ-, συγ-) Hdt.2.138, 8.144:— throw or heap up, of earth,χοῦσι χῶμα μέγα Id.4.71
;χώματα χοῦν Id.2.137
, Pl.Lg. 958e; χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα throwing up banks against.., Hdt.1.162;χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Th.2.75
; νῆσον χώσας σποδῷ having formed an island with heaped up ashes, Hdt.2.140; esp. of a sepulchral mound,χῶσαι τάφον Id.9.85
, S.Ant.81; τύμβον ib. 1204, E.IT 702, IA 1442 ([voice] Pass.);μνῆμα X.Cyr.7.3.11
; πολυάνδρια (cf.- άνδριος 11.2
), Plu.Eum.9.2 block up by throwing earth in,λιμένας D.25.84
, cf. Aeschin.3.109 (s. v.l.);χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Plb.1.19.13
:—[voice] Pass., to be filled with earth, esp. of bays in the sea, to be silted up,πορθμοῦ χωσθέντος Emp.100.17
; τί μιν (sc. τὸν κόλπον)κωλύει.. χωσθῆναι; Hdt.2.11
; but of cities, to be raised on mounds, ib. 137.3 less freq., cover with earth, bury,χῶσαί τινα τάφῳ E.Or. 1585
, cf. Pl.Lg. 947e, IG5(1).1249.17 ([place name] Laconia), cf. χώννυμι fin.4 [ὁ τρωγλοδύτης] ταριχεύεται καλῶς.. χωσθεὶς εἰς ἅλας covered over with salt, Aët.11.11. -
12 χωρέω
Aχωρήσω Il.16.629
, Hdt.5.89, 8.68.β, Hp.Nat.Puer.18, and in later Prose, as D.H.4.9, Luc.DDeor. 20.15, etc.; [dialect] Att. only in Th.1.82 (exc. in compds.,ἀνα-χωρήσω Id.7.72
,ἀπο- X.Eq.Mag.6.2
,προ- Th.3.4
,προς- Id.2.2
,συγ- Id.1.140
, etc.); elsewh. in Trag. and [dialect] Att. always in med. form, χωρήσομαι, A.Th. 476, S.El. 404, Th.2.20, etc., and freq. in compds.: [tense] aor. ἐχώρησα, [dialect] Ep. χώρησα, Il.15.655, h.Cer. 430, Th.4.120, etc.: [tense] pf.κεχώρηκα Hdt.1.120
, 122, Th.1.122, Hp.Acut.19, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. χωρηθήσομαι ([etym.] συγ-) Plb.15.17.5: [tense] aor. ἐχωρήθην ([etym.] συν-) X.HG 3.2.31, D.38.4: [tense] pf. κεχώρηται ([etym.] παρα-) D.H.11.52, ([etym.] συγ-) Pl. Phlb. 15a: ([etym.] χῶρος):—make room for another, give way, withdraw,ἐχώρησαν πάλιν αὖτις Il.17.533
; γαῖα ἔνερθε χώρησεν the earth gave way from beneath, i. e. opened, h.Cer. l.c.; χ. πρύμναν, = κρούεσθαι πρύμναν, put back, retire, E.Andr. 1120; begone!A.
Eu. 196, cf. E.Or. 1678, Med. 820, etc.—The uncom pounded word does not occur in Od. and only [tense] fut. and [tense] aor. in Il.—Construction:1 c. gen. rei vel loci,χώρησεν τυτθὺν ἐπάλξιος Il.12.406
;νεῶν ἐχώρησαν 15.655
;νεκροῦ χωρήσουσι 16.629
; alsoνηῶν ἄπο.. ἐχώρησαν προτὶ Ἴλιον 13.724
; ;ἔξω τῶνδε δωμάτων χωρεῖτε A.Eu. 180
; ;ἐκ προαστίου S.El. 1432
.2 c. dat. pers., give way to one, make way for him, retire before him,οὐδ' ἂν Ἀχιλλῆϊ χωρήσειεν Il.13.324
, cf. 17.101.II after Hom., go forward, advance,τὸ πῦρ.. πρόσω κεχώρηκεν Call.
in PSI11.1216.34; simply, go or come, Hdt.1.10, etc.; go on one's journey, travel, S.OT 750;χ. ἐπ' ἀδελφεοῦ βίαν Pi.N.10.73
, etc.; ; χ. πρὸς ἔργον come to action, S.Aj. 116, Ar.Ra. 884; χ. πρὸς ἧπαρ go to one's heart, S.Aj. 938; χωρῶν ἀπείλει νῦν go and threaten, Id.OC 1038;διὰ φόνου χ. E.Andr. 176
; τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων, of weapons, X.An.4.2.28; τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει it went off by.., Id.Cyr.7.5.16;ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410
(lyr.), cf. X.HG2.4.10; χώρει κάτω go downwards, i.e. beginning from the upper parts of the body, A.Pr.74;διὰ στόμα χωροῦντα.. ἀφρόν E.Med. 1174
; χ. κύκλῳ [ὁ ποταυός] Pl.Phd. 113b; ὁμόσε χ. τισί to join battle, Th.6.101, Ar.Lys. 451, cf.ὁμόσε 1.2
;χ. ὁμόσε τοῖς λόγοις E.Or. 921
;χ. δειπνήσων Ar.Fr. 272
;πρὸς τὸ ἱερὸν χωρῆσαι δρόμῳ Th.1.134
;χωροῖς ἂν εἴσω S.El. 1491
, Ph. 674;χώρει, ξέν', ἔξω Id.OC 824
: of Time, νὺξ ἐχώρει the night was passing, near an end, A.Pers. 384;βιοστερὴς χ.
wander about,S.
OC 747: Medic., of excretions,τὰ χωρέοντα μὴ τῷ πλήθει τεκμαίρεσθαι, ἀλλ' ὡς ἂν χωρέῃ οἷα δεῖ Hp.Aph.1.23
; also of the menses, Id.Mul.1.2: c. acc. loci, .2 go forward, make progress,τοὔργον οὐ χωρεῖ πρόσω A.Dict.
in PSI11.1209.16; (lyr.); χωρεῖ.. τὸ πρᾶγμα ib. 509;τόκοι χωροῦσιν Id.Nu.18
;χωρεῖ τὸ κακόν Id.V. 1483
, Nu. 907 (both anap.).3 come to an issue, turn out in a certain manner, παρὰ σμικρὰ.. κεχώρηκε have come to little, of the event of oracles, Hdt.1.120;εὐτυχέως χ. Id.3.39
; κακῶς χ. turn out ill, Pl.Lg. 684e;δόξα δ' ἐχώρει δίχα E.Hec. 117
(anap.), cf. Hel. 759: freq. abs., advance, succeed, Hdt.3.42, 5.89;πάντα διὰ πράξεων καὶ.. ἀγώνων κεχωρηκότα.. Ῥωμαίοις Onos.Praef.8
;τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον Plb. 28.17.12
;ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν Ev.Jo.8.37
(unless in signf. 111. infr.); also, to be possible,οὐ γάρ οἱ χωρεῖ περιβαλεῖν κτλ. Ael. VH1.3
(sed leg. ἐγχωρεῖ).4 to be spread abroad, ἡ φάτις κεχώρηκε a report spread, Hdt.1.122; διὰ πάντων οὕτως ἐχώρει τίς ἕψεται;" X.Cyr.3.3.62;κλαυθμὸς διὰ πάντων ἐχώρει Plu.Rom.19
; ὄνομα δόξῃ διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκός a name spread abroad, ib.1.5 of money, to be spent,τὰς μὲν δαπάνας χωρεῖν ἐντελεῖς ἐκ τῶν οἴκων, τὰ δὲ ἔργα μὴ τελείσθαι λυσιτελούντως πρὸς τὴν δαπάνην X.Oec.20.21
; B 6 ([place name] Sparta), cf. 1432.4 (Messene, i B. C./i A. D.).III trans., have room for a thing, hold, contain, freq. of measures,κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους Hdt.1.51
, cf. 192, 4.61, Ar.Nu. 1238, Pl.Smp. 214a;οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις Th.2.17
, cf. D.21.200, Aeschin.3.164, E.Hipp. 941; ;ποτήρια.. οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Pherecr. 143.3
(troch.);κοτύλας χ. δέκα Men.Kol.Fr.2
, cf. Diph.96, etc.; χωρήσατε ἡμᾶς take us into your hearis! 2 Ep.Cor.7.2; find room for..,Ev.Matt.
19.11 (so perh. intr., Ev.Jo.8.37, v. supr. 11.3); to be capable of,τὸ Κάτωνος φρόνημα Plu.Cat.Mi.64
: c. inf., to be capable of doing, οὐ χωρεῖ μεγάλην διδαχὴν ἀδίδακτος ἀκούειν (v. l. for ἀκουή) Ps.-Phoc.89;δωρεὰν ὅσην οὐκ ἐχωρήσατε αἰτεῖσθαι IG7.2713.11
(Acraeph., Oratio Neronis). -
13 ἐπεισπηδάω
A leap in upon,τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64
; usurp,Philostr.
VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq. 363, D.47.56, D.C.67.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισπηδάω
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
επεισπηδώ — ἐπεισπηδῶ, άω (A) [εισπηδώ] 1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν. β. ἐγὼ δ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» κι εγώ πηδώντας,… … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek